Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
διερέω
διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
διερμηνευτής
διερμηνευτικός
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
διερριμμένως
View word page
διερέω
wet, moisten

ShortDef

wet, moisten

Debugging

Headword:
διερέω
Headword (normalized):
διερέω
Headword (normalized/stripped):
διερεω
IDX:
22674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22675
Key:

Data

{'content': 'wet, moisten'}