Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διερεθιστικός
διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
διερέω
διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
διερμηνευτής
διερμηνευτικός
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
View word page
διερευνητής
a scout

ShortDef

a scout

Debugging

Headword:
διερευνητής
Headword (normalized):
διερευνητής
Headword (normalized/stripped):
διερευνητης
IDX:
22673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22674
Key:

Data

{'content': 'a scout'}