Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
διερέω
διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
διερμηνευτής
διερμηνευτικός
διερμηνεύω
διέρομαι
View word page
διερεύνησις
investigation
ShortDef
investigation
Debugging
Headword:
διερεύνησις
Headword (normalized):
διερεύνησις
Headword (normalized/stripped):
διερευνησις
IDX:
22671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22672
Key:
Data
{'content': 'investigation'}