Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
διερέω
διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
διερμηνευτής
διερμηνευτικός
διερμηνεύω
View word page
διερευνάω
to search through, examine closely
ShortDef
to search through, examine closely
Debugging
Headword:
διερευνάω
Headword (normalized):
διερευνάω
Headword (normalized/stripped):
διερευναω
IDX:
22670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22671
Key:
Data
{'content': 'to search through, examine closely'}