Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
διερέω
διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
διερμηνευτής
διερμηνευτικός
View word page
διερέσσω
to row about
ShortDef
to row about
Debugging
Headword:
διερέσσω
Headword (normalized):
διερέσσω
Headword (normalized/stripped):
διερεσσω
IDX:
22669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22670
Key:
Data
{'content': 'to row about'}