Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
διερέω
διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
διερμηνευτής
View word page
διερειστέον
one must prop up

ShortDef

one must prop up

Debugging

Headword:
διερειστέον
Headword (normalized):
διερειστέον
Headword (normalized/stripped):
διερειστεον
IDX:
22668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22669
Key:

Data

{'content': 'one must prop up'}