Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
διερέω
διερίζω
View word page
διερείκω
cleave

ShortDef

cleave

Debugging

Headword:
διερείκω
Headword (normalized):
διερείκω
Headword (normalized/stripped):
διερεικω
IDX:
22665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22666
Key:

Data

{'content': 'cleave'}