Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέρασις
διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
διερέω
View word page
διερείδω
prop up

ShortDef

prop up

Debugging

Headword:
διερείδω
Headword (normalized):
διερείδω
Headword (normalized/stripped):
διερειδω
IDX:
22664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22665
Key:

Data

{'content': 'prop up'}