Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέραμαι
διέρασις
διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
View word page
διερεθιστικός
provocative

ShortDef

provocative

Debugging

Headword:
διερεθιστικός
Headword (normalized):
διερεθιστικός
Headword (normalized/stripped):
διερεθιστικος
IDX:
22663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22664
Key:

Data

{'content': 'provocative'}