Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
View word page
διερεθιστέον
one must provoke, stimulate
ShortDef
one must provoke, stimulate
Debugging
Headword:
διερεθιστέον
Headword (normalized):
διερεθιστέον
Headword (normalized/stripped):
διερεθιστεον
IDX:
22662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22663
Key:
Data
{'content': 'one must provoke, stimulate'}