Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
διερέσσω
View word page
διερέθισις
excitation
ShortDef
excitation
Debugging
Headword:
διερέθισις
Headword (normalized):
διερέθισις
Headword (normalized/stripped):
διερεθισις
IDX:
22659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22660
Key:
Data
{'content': 'excitation'}