Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεορτάζω
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
View word page
διερεθίζω
provoke greatly
ShortDef
provoke greatly
Debugging
Headword:
διερεθίζω
Headword (normalized):
διερεθίζω
Headword (normalized/stripped):
διερεθιζω
IDX:
22658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22659
Key:
Data
{'content': 'provoke greatly'}