Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
View word page
διεργάτινος
busy, laborious

ShortDef

busy, laborious

Debugging

Headword:
διεργάτινος
Headword (normalized):
διεργάτινος
Headword (normalized/stripped):
διεργατινος
IDX:
22657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22658
Key:

Data

{'content': 'busy, laborious'}