Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξυφαίνω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
View word page
διέραμαι
love passionately

ShortDef

love passionately

Debugging

Headword:
διέραμαι
Headword (normalized):
διέραμαι
Headword (normalized/stripped):
διεραμαι
IDX:
22653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22654
Key:

Data

{'content': 'love passionately'}