Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξυφαίνω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
View word page
διέραμα
funnel, strainer

ShortDef

funnel, strainer

Debugging

Headword:
διέραμα
Headword (normalized):
διέραμα
Headword (normalized/stripped):
διεραμα
IDX:
22652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22653
Key:

Data

{'content': 'funnel, strainer'}