Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξυφαίνω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
View word page
διέπω
to manage
ShortDef
to manage
Debugging
Headword:
διέπω
Headword (normalized):
διέπω
Headword (normalized/stripped):
διεπω
IDX:
22651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22652
Key:
Data
{'content': 'to manage'}