Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξυφαίνω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
View word page
διεπιστέλλω
dispatch

ShortDef

dispatch

Debugging

Headword:
διεπιστέλλω
Headword (normalized):
διεπιστέλλω
Headword (normalized/stripped):
διεπιστελλω
IDX:
22650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22651
Key:

Data

{'content': 'dispatch'}