Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεξιππάζομαι
διεξιτέον
διεξιχνεύω
διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξυφαίνω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
View word page
διεξωδέστερον
more fully, in greater detail
ShortDef
more fully, in greater detail
Debugging
Headword:
διεξωδέστερον
Headword (normalized):
διεξωδέστερον
Headword (normalized/stripped):
διεξωδεστερον
IDX:
22647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22648
Key:
Data
{'content': 'more fully, in greater detail'}