Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεξικνέομαι
διεξιππάζομαι
διεξιτέον
διεξιχνεύω
διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξυφαίνω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεράω
διεργάζομαι
View word page
διεξυφαίνω
to finish the web

ShortDef

to finish the web

Debugging

Headword:
διεξυφαίνω
Headword (normalized):
διεξυφαίνω
Headword (normalized/stripped):
διεξυφαινω
IDX:
22646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22647
Key:

Data

{'content': 'to finish the web'}