Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξιππάζομαι
διεξιτέον
διεξιχνεύω
διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξυφαίνω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεράω
View word page
διεξοιδάω
to swell out

ShortDef

to swell out

Debugging

Headword:
διεξοιδάω
Headword (normalized):
διεξοιδάω
Headword (normalized/stripped):
διεξοιδαω
IDX:
22645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22646
Key:

Data

{'content': 'to swell out'}