Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξιππάζομαι
διεξιτέον
διεξιχνεύω
διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξυφαίνω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
View word page
διεξοίγνυμι
lay quite open
ShortDef
lay quite open
Debugging
Headword:
διεξοίγνυμι
Headword (normalized):
διεξοίγνυμι
Headword (normalized/stripped):
διεξοιγνυμι
IDX:
22644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22645
Key:
Data
{'content': 'lay quite open'}