Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεξερύγησις
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξιππάζομαι
διεξιτέον
διεξιχνεύω
διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξυφαίνω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διέπω
διέραμα
διέραμαι
View word page
διέξοδος
a way out through, an outlet, passage, channel
ShortDef
a way out through, an outlet, passage, channel
Debugging
Headword:
διέξοδος
Headword (normalized):
διέξοδος
Headword (normalized/stripped):
διεξοδος
IDX:
22643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22644
Key:
Data
{'content': 'a way out through, an outlet, passage, channel'}