Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεξερέομαι
διεξερευνάω
διεξέρπω
διεξερύγησις
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξιππάζομαι
διεξιτέον
διεξιχνεύω
διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξυφαίνω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
View word page
διεξοδευτικός
giving issue
ShortDef
giving issue
Debugging
Headword:
διεξοδευτικός
Headword (normalized):
διεξοδευτικός
Headword (normalized/stripped):
διεξοδευτικος
IDX:
22640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22641
Key:
Data
{'content': 'giving issue'}