Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάω
διεξέρπω
διεξερύγησις
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξιππάζομαι
διεξιτέον
διεξιχνεύω
διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξυφαίνω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπιβαίνω
View word page
διεξιχνεύω
search through
ShortDef
search through
Debugging
Headword:
διεξιχνεύω
Headword (normalized):
διεξιχνεύω
Headword (normalized/stripped):
διεξιχνευω
IDX:
22639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22640
Key:
Data
{'content': 'search through'}