Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέξειμι
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάω
διεξέρπω
διεξερύγησις
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξιππάζομαι
διεξιτέον
διεξιχνεύω
διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
View word page
διεξίημι
to let pass through

ShortDef

to let pass through

Debugging

Headword:
διεξίημι
Headword (normalized):
διεξίημι
Headword (normalized/stripped):
διεξιημι
IDX:
22635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22636
Key:

Data

{'content': 'to let pass through'}