Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεξαρτάομαι
διέξειμι
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάω
διεξέρπω
διεξερύγησις
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξιππάζομαι
διεξιτέον
διεξιχνεύω
διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
View word page
διεξέρχομαι
to go through, pass through
ShortDef
to go through, pass through
Debugging
Headword:
διεξέρχομαι
Headword (normalized):
διεξέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
διεξερχομαι
IDX:
22634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22635
Key:
Data
{'content': 'to go through, pass through'}