Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεξανύω
διεξαρκέω
διεξαρτάομαι
διέξειμι
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάω
διεξέρπω
διεξερύγησις
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξιππάζομαι
διεξιτέον
διεξιχνεύω
διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
View word page
διεξέρπω
run his course

ShortDef

run his course

Debugging

Headword:
διεξέρπω
Headword (normalized):
διεξέρπω
Headword (normalized/stripped):
διεξερπω
IDX:
22632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22633
Key:

Data

{'content': 'run his course'}