Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεξανίσταμαι
διεξανύω
διεξαρκέω
διεξαρτάομαι
διέξειμι
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάω
διεξέρπω
διεξερύγησις
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξιππάζομαι
διεξιτέον
διεξιχνεύω
διεξοδευτικός
διεξοδεύω
View word page
διεξερευνάω
examine
ShortDef
examine
Debugging
Headword:
διεξερευνάω
Headword (normalized):
διεξερευνάω
Headword (normalized/stripped):
διεξερευναω
IDX:
22631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22632
Key:
Data
{'content': 'examine'}