Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεξάνθημα
διεξανθίζω
διεξανίσταμαι
διεξανύω
διεξαρκέω
διεξαρτάομαι
διέξειμι
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάω
διεξέρπω
διεξερύγησις
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξιππάζομαι
διεξιτέον
διεξιχνεύω
View word page
διεξεργάζομαι
work out, effect

ShortDef

work out, effect

Debugging

Headword:
διεξεργάζομαι
Headword (normalized):
διεξεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
διεξεργαζομαι
IDX:
22629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22630
Key:

Data

{'content': 'work out, effect'}