Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεξαΐσσω
διεξαμείβομαι
διεξάνθημα
διεξανθίζω
διεξανίσταμαι
διεξανύω
διεξαρκέω
διεξαρτάομαι
διέξειμι
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάω
διεξέρπω
διεξερύγησις
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξιππάζομαι
View word page
διεξελέγχω
to refute utterly

ShortDef

to refute utterly

Debugging

Headword:
διεξελέγχω
Headword (normalized):
διεξελέγχω
Headword (normalized/stripped):
διεξελεγχω
IDX:
22627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22628
Key:

Data

{'content': 'to refute utterly'}