Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεξαγωγός
διεξαΐσσω
διεξαμείβομαι
διεξάνθημα
διεξανθίζω
διεξανίσταμαι
διεξανύω
διεξαρκέω
διεξαρτάομαι
διέξειμι
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάω
διεξέρπω
διεξερύγησις
διεξέρχομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
View word page
διεξελαύνω
to drive, ride, march through
ShortDef
to drive, ride, march through
Debugging
Headword:
διεξελαύνω
Headword (normalized):
διεξελαύνω
Headword (normalized/stripped):
διεξελαυνω
IDX:
22626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22627
Key:
Data
{'content': 'to drive, ride, march through'}