Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεξαγωγή
διεξαγωγός
διεξαΐσσω
διεξαμείβομαι
διεξάνθημα
διεξανθίζω
διεξανίσταμαι
διεξανύω
διεξαρκέω
διεξαρτάομαι
διέξειμι
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάω
διεξέρπω
διεξερύγησις
διεξέρχομαι
διεξίημι
View word page
διέξειμι
go through, tell in detail

ShortDef

go through, tell in detail

Debugging

Headword:
διέξειμι
Headword (normalized):
διέξειμι
Headword (normalized/stripped):
διεξειμι
IDX:
22625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22626
Key:

Data

{'content': 'go through, tell in detail'}