Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεξάγω
διεξαγωγή
διεξαγωγός
διεξαΐσσω
διεξαμείβομαι
διεξάνθημα
διεξανθίζω
διεξανίσταμαι
διεξανύω
διεξαρκέω
διεξαρτάομαι
διέξειμι
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάω
διεξέρπω
διεξερύγησις
διεξέρχομαι
View word page
διεξαρτάομαι
depend on

ShortDef

depend on

Debugging

Headword:
διεξαρτάομαι
Headword (normalized):
διεξαρτάομαι
Headword (normalized/stripped):
διεξαρταομαι
IDX:
22624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22625
Key:

Data

{'content': 'depend on'}