Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεντέρευμα
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξαγωγός
διεξαΐσσω
διεξαμείβομαι
διεξάνθημα
διεξανθίζω
διεξανίσταμαι
διεξανύω
διεξαρκέω
διεξαρτάομαι
διέξειμι
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάω
διεξέρπω
διεξερύγησις
View word page
διεξαρκέω
suffice
ShortDef
suffice
Debugging
Headword:
διεξαρκέω
Headword (normalized):
διεξαρκέω
Headword (normalized/stripped):
διεξαρκεω
IDX:
22623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22624
Key:
Data
{'content': 'suffice'}