Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διενοχλέω
διεντέρευμα
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξαγωγός
διεξαΐσσω
διεξαμείβομαι
διεξάνθημα
διεξανθίζω
διεξανίσταμαι
διεξανύω
διεξαρκέω
διεξαρτάομαι
διέξειμι
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάω
διεξέρπω
View word page
διεξανύω
complete
ShortDef
complete
Debugging
Headword:
διεξανύω
Headword (normalized):
διεξανύω
Headword (normalized/stripped):
διεξανυω
IDX:
22622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22623
Key:
Data
{'content': 'complete'}