Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίενος
διενοχλέω
διεντέρευμα
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξαγωγός
διεξαΐσσω
διεξαμείβομαι
διεξάνθημα
διεξανθίζω
διεξανίσταμαι
διεξανύω
διεξαρκέω
διεξαρτάομαι
διέξειμι
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάω
View word page
διεξανίσταμαι
rise up, prepare to deal with
ShortDef
rise up, prepare to deal with
Debugging
Headword:
διεξανίσταμαι
Headword (normalized):
διεξανίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
διεξανισταμαι
IDX:
22621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22622
Key:
Data
{'content': 'rise up, prepare to deal with'}