Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διενεκτέον
διενεκτέος
διενθυμέομαι
διενιαυτίζω
διενίημι
δίενος
διενοχλέω
διεντέρευμα
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξαγωγός
διεξαΐσσω
διεξαμείβομαι
διεξάνθημα
διεξανθίζω
διεξανίσταμαι
διεξανύω
διεξαρκέω
διεξαρτάομαι
διέξειμι
διεξελαύνω
View word page
διεξαγωγός
steward, manager

ShortDef

steward, manager

Debugging

Headword:
διεξαγωγός
Headword (normalized):
διεξαγωγός
Headword (normalized/stripped):
διεξαγωγος
IDX:
22616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22617
Key:

Data

{'content': 'steward, manager'}