Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διενείργω
διενεκτέον
διενεκτέος
διενθυμέομαι
διενιαυτίζω
διενίημι
δίενος
διενοχλέω
διεντέρευμα
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξαγωγός
διεξαΐσσω
διεξαμείβομαι
διεξάνθημα
διεξανθίζω
διεξανίσταμαι
διεξανύω
διεξαρκέω
διεξαρτάομαι
διέξειμι
View word page
διεξαγωγή
settlement

ShortDef

settlement

Debugging

Headword:
διεξαγωγή
Headword (normalized):
διεξαγωγή
Headword (normalized/stripped):
διεξαγωγη
IDX:
22615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22616
Key:

Data

{'content': 'settlement'}