Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεμφύομαι
διενειλέω
διενείργω
διενεκτέον
διενεκτέος
διενθυμέομαι
διενιαυτίζω
διενίημι
δίενος
διενοχλέω
διεντέρευμα
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξαγωγός
διεξαΐσσω
διεξαμείβομαι
διεξάνθημα
διεξανθίζω
διεξανίσταμαι
διεξανύω
διεξαρκέω
View word page
διεντέρευμα
a looking through entrails
ShortDef
a looking through entrails
Debugging
Headword:
διεντέρευμα
Headword (normalized):
διεντέρευμα
Headword (normalized/stripped):
διεντερευμα
IDX:
22613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22614
Key:
Data
{'content': 'a looking through entrails'}