Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Διέμπορος
διεμφαίνω
διεμφανίζω
διεμφύομαι
διενειλέω
διενείργω
διενεκτέον
διενεκτέος
διενθυμέομαι
διενιαυτίζω
διενίημι
δίενος
διενοχλέω
διεντέρευμα
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξαγωγός
διεξαΐσσω
διεξαμείβομαι
διεξάνθημα
διεξανθίζω
View word page
διενίημι
insert

ShortDef

insert

Debugging

Headword:
διενίημι
Headword (normalized):
διενίημι
Headword (normalized/stripped):
διενιημι
IDX:
22610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22611
Key:

Data

{'content': 'insert'}