Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διέμπιλος
διεμπίμπλημι
διεμπίπτω
διεμπολάω
Διέμπορος
διεμφαίνω
διεμφανίζω
διεμφύομαι
διενειλέω
διενείργω
διενεκτέον
διενεκτέος
διενθυμέομαι
διενιαυτίζω
διενίημι
δίενος
διενοχλέω
διεντέρευμα
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξαγωγός
View word page
διενεκτέον
one must excel
ShortDef
one must excel
Debugging
Headword:
διενεκτέον
Headword (normalized):
διενεκτέον
Headword (normalized/stripped):
διενεκτεον
IDX:
22606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22607
Key:
Data
{'content': 'one must excel'}