Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεμμένω
διέμπιλος
διεμπίμπλημι
διεμπίπτω
διεμπολάω
Διέμπορος
διεμφαίνω
διεμφανίζω
διεμφύομαι
διενειλέω
διενείργω
διενεκτέον
διενεκτέος
διενθυμέομαι
διενιαυτίζω
διενίημι
δίενος
διενοχλέω
διεντέρευμα
διεξάγω
διεξαγωγή
View word page
διενείργω
shut quite up

ShortDef

shut quite up

Debugging

Headword:
διενείργω
Headword (normalized):
διενείργω
Headword (normalized/stripped):
διενειργω
IDX:
22605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22606
Key:

Data

{'content': 'shut quite up'}