Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέλκω
δίεμαι
διεμβάλλω
διεμμένω
διέμπιλος
διεμπίμπλημι
διεμπίπτω
διεμπολάω
Διέμπορος
διεμφαίνω
διεμφανίζω
διεμφύομαι
διενειλέω
διενείργω
διενεκτέον
διενεκτέος
διενθυμέομαι
διενιαυτίζω
διενίημι
δίενος
διενοχλέω
View word page
διεμφανίζω
let

ShortDef

let

Debugging

Headword:
διεμφανίζω
Headword (normalized):
διεμφανίζω
Headword (normalized/stripped):
διεμφανιζω
IDX:
22602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22603
Key:

Data

{'content': 'let'}