Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διελκυστίνδα
διέλκω
δίεμαι
διεμβάλλω
διεμμένω
διέμπιλος
διεμπίμπλημι
διεμπίπτω
διεμπολάω
Διέμπορος
διεμφαίνω
διεμφανίζω
διεμφύομαι
διενειλέω
διενείργω
διενεκτέον
διενεκτέος
διενθυμέομαι
διενιαυτίζω
διενίημι
δίενος
View word page
διεμφαίνω
to shew through

ShortDef

to shew through

Debugging

Headword:
διεμφαίνω
Headword (normalized):
διεμφαίνω
Headword (normalized/stripped):
διεμφαινω
IDX:
22601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22602
Key:

Data

{'content': 'to shew through'}