Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διελινύω
διελίσσω
διελκυσμός
διελκυστίνδα
διέλκω
δίεμαι
διεμβάλλω
διεμμένω
διέμπιλος
διεμπίμπλημι
διεμπίπτω
διεμπολάω
Διέμπορος
διεμφαίνω
διεμφανίζω
διεμφύομαι
διενειλέω
διενείργω
διενεκτέον
διενεκτέος
διενθυμέομαι
View word page
διεμπίπτω
fall quite into

ShortDef

fall quite into

Debugging

Headword:
διεμπίπτω
Headword (normalized):
διεμπίπτω
Headword (normalized/stripped):
διεμπιπτω
IDX:
22598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22599
Key:

Data

{'content': 'fall quite into'}