Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέλευσις
διελινύω
διελίσσω
διελκυσμός
διελκυστίνδα
διέλκω
δίεμαι
διεμβάλλω
διεμμένω
διέμπιλος
διεμπίμπλημι
διεμπίπτω
διεμπολάω
Διέμπορος
διεμφαίνω
διεμφανίζω
διεμφύομαι
διενειλέω
διενείργω
διενεκτέον
διενεκτέος
View word page
διεμπίμπλημι
fill completely

ShortDef

fill completely

Debugging

Headword:
διεμπίμπλημι
Headword (normalized):
διεμπίμπλημι
Headword (normalized/stripped):
διεμπιμπλημι
IDX:
22597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22598
Key:

Data

{'content': 'fill completely'}