Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διελευθερόω
διέλευσις
διελινύω
διελίσσω
διελκυσμός
διελκυστίνδα
διέλκω
δίεμαι
διεμβάλλω
διεμμένω
διέμπιλος
διεμπίμπλημι
διεμπίπτω
διεμπολάω
Διέμπορος
διεμφαίνω
διεμφανίζω
διεμφύομαι
διενειλέω
διενείργω
διενεκτέον
View word page
διέμπιλος
well-capped, well-hatted

ShortDef

well-capped, well-hatted

Debugging

Headword:
διέμπιλος
Headword (normalized):
διέμπιλος
Headword (normalized/stripped):
διεμπιλος
IDX:
22596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22597
Key:

Data

{'content': 'well-capped, well-hatted'}