Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
διελευθερόω
διέλευσις
διελινύω
διελίσσω
διελκυσμός
διελκυστίνδα
διέλκω
δίεμαι
διεμβάλλω
διεμμένω
διέμπιλος
διεμπίμπλημι
διεμπίπτω
διεμπολάω
Διέμπορος
διεμφαίνω
διεμφανίζω
διεμφύομαι
View word page
δίεμαι
to flee, speed
ShortDef
to flee, speed
Debugging
Headword:
δίεμαι
Headword (normalized):
δίεμαι
Headword (normalized/stripped):
διεμαι
IDX:
22593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22594
Key:
Data
{'content': 'to flee, speed'}