Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
διελευθερόω
διέλευσις
διελινύω
διελίσσω
διελκυσμός
διελκυστίνδα
διέλκω
δίεμαι
διεμβάλλω
διεμμένω
διέμπιλος
διεμπίμπλημι
διεμπίπτω
διεμπολάω
Διέμπορος
διεμφαίνω
διεμφανίζω
View word page
διέλκω
to draw asunder, widen

ShortDef

to draw asunder, widen

Debugging

Headword:
διέλκω
Headword (normalized):
διέλκω
Headword (normalized/stripped):
διελκω
IDX:
22592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22593
Key:

Data

{'content': 'to draw asunder, widen'}