Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεκφεύγω
διεκφύω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
διελευθερόω
διέλευσις
διελινύω
διελίσσω
διελκυσμός
διελκυστίνδα
διέλκω
δίεμαι
διεμβάλλω
διεμμένω
διέμπιλος
διεμπίμπλημι
διεμπίπτω
διεμπολάω
Διέμπορος
View word page
διελκυσμός
pushing about
ShortDef
pushing about
Debugging
Headword:
διελκυσμός
Headword (normalized):
διελκυσμός
Headword (normalized/stripped):
διελκυσμος
IDX:
22590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22591
Key:
Data
{'content': 'pushing about'}